Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυναμιτιστής οι δυναμιτιστές
      γενική του δυναμιτιστή των δυναμιτιστών
    αιτιατική τον δυναμιτιστή τους δυναμιτιστές
     κλητική δυναμιτιστή δυναμιτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμιτιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamiteur < dynamite < αρχαία ελληνική δύναμις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυναμιτιστής αρσενικό (θηλυκό: δυναμιτίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία