Ετυμολογία

επεξεργασία

απειλώ (παθητική φωνή: απειλούμαι)

  1. φοβερίζω κάποιον και χρησιμοποιώ απειλές εναντίον του
  2. θέτω κάποιον η κάτι σε κίνδυνο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία