Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπειλέω < ἀπειλή

ἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)

  1. κομπάζω
  2. φοβερίζω, απειλώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπειλέω < ἀπό + εἴλω

ἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)

  1. (κυρίως στη μέση φωνή: ἀπειλοῦμαι) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση