ἀπειλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπειλέω < ἀπειλή
Ρήμα
επεξεργασίαἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)
- (κυρίως στη μέση φωνή: ἀπειλοῦμαι) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση