Ετυμολογία

επεξεργασία
φοβερίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοβερίζω < αρχαία ελληνική φοβερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.veˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐βε‐ρί‐ζω

φοβερίζω, αόρ.: φοβέρισα, χωρίς παθητικούς τύπους (σπάνιο φοβερίζομαι)

  • εν γνώσει μου, συνειδητά, προκαλώ σε κάποιον τρόμο, ή φόβο, τον τρομάζω με κάτι συγκεκριμένο, τον απειλώ, τον φοβίζω για να τον ελέγξω
    ⮡  Οι γονείς φοβερίζουν συχνά τα παιδιά, αλλά σπανίως υλοποιούν τις απειλές τους.
    ※  θέλει μονάχα, έχει δίκιο, να σας φοβερίσει λίγο, γιατι μαθές φέρατε αντίσταση στο φιλιωμό, θέλει να σας μαλώσει (Νίκος Καζαντζάκης, Αδελφοφάδες)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φοβερός και φόβος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία