φοβέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοβέρα | οι | φοβέρες |
γενική | της | φοβέρας | — | |
αιτιατική | τη | φοβέρα | τις | φοβέρες |
κλητική | φοβέρα | φοβέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοβέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοβέρα < με αναδρομικό σχηματισμό ελληνιστική κοινή φοβερίζω < (αρχαία ελληνική φοβερός[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφοβέρα θηλυκό
- απειλή που εκτοξεύεται για να αποκτήσει ή να μη χάσει κάποιος τον έλεγχο
- «γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» (Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), 4η στροφή)
Εκφράσεις
επεξεργασία- και ο άγιος φοβέρα θέλει (δεν επιτυγχάνεις το στόχο σου αν ο άλλος δεν νιώσει ότι μπορεί να υποστεί κάποιες συνέπειες από την άρνησή του να σε συνδράμει)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φοβέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας