Δείτε επίσης: φοβερά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοβέρα οι φοβέρες
      γενική της φοβέρας
    αιτιατική τη φοβέρα τις φοβέρες
     κλητική φοβέρα φοβέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοβέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοβέρα < με αναδρομικό σχηματισμό ελληνιστική κοινή φοβερίζω < (αρχαία ελληνική φοβερός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /foˈve.ɾa/
παρώνυμο: φοβερά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοβέρα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία