σκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- σκιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈa.zo/ (ως τρισύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκιάζω, πρτ.: σκίαζα, αόρ.: σκίασα, παθ.φωνή: σκιάζομαι, π.αόρ.: σκιάστηκα, μτχ.π.π.: σκιασμένος
- κάνω σκιά πάνω σε κάτι, π.χ. χρησιμοποιώντας ένα αντικείμενο σαν την ομπρέλα.
- ↪ Περίμενε να σκιάσω μια γωνιά στη βεράντα για να κάτσουμε χωρίς να μας χτυπάει ο ήλιος.
- (μεταφορικά) επισκιάζω
- ↪ Το όνομα του πατέρα του τον σκιάζει ό,τι και να κάνει.
- ↪ Το ατύχημα σκίασε την εορταστική ημέρα.
- δημιουργώ σκιές σε μια εικόνα, σε ένα σκίτσο, σε ένα πίνακα ζωγραφικής, ένα σχέδιο
- ↪ Πρέπει να σκιάζεις με αγάπη το έργο σου, γιατί η σκια είναι σκοτεινή, όμως όταν ζωγραφίζεις εκείνη είναι που αναδεικνύει το φως.
- σκουραίνω με γραμμοσκίαση διάφορα σημεία σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο ή σε μια άσκηση γεωμετρίας για να ξεχωρίσουν από το υπόλοιπο, χωρίς απαραιτήτως να υποδηλώνεται σκιά
- ↪ Σκιάστε το τμήμα που αναλογεί στο εμβαδόν που υπολογίσατε.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ίσκιος και σκιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιάζω | σκίαζα | θα σκιάζω | να σκιάζω | σκιάζοντας | |
β' ενικ. | σκιάζεις | σκίαζες | θα σκιάζεις | να σκιάζεις | σκίαζε | |
γ' ενικ. | σκιάζει | σκίαζε | θα σκιάζει | να σκιάζει | ||
α' πληθ. | σκιάζουμε | σκιάζαμε | θα σκιάζουμε | να σκιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκιάζετε | σκιάζατε | θα σκιάζετε | να σκιάζετε | σκιάζετε | |
γ' πληθ. | σκιάζουν(ε) | σκίαζαν σκιάζαν(ε) |
θα σκιάζουν(ε) | να σκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκίασα | θα σκιάσω | να σκιάσω | σκιάσει | ||
β' ενικ. | σκίασες | θα σκιάσεις | να σκιάσεις | σκίασε | ||
γ' ενικ. | σκίασε | θα σκιάσει | να σκιάσει | |||
α' πληθ. | σκιάσαμε | θα σκιάσουμε | να σκιάσουμε | |||
β' πληθ. | σκιάσατε | θα σκιάσετε | να σκιάσετε | σκιάστε | ||
γ' πληθ. | σκίασαν σκιάσαν(ε) |
θα σκιάσουν(ε) | να σκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκιάσει | είχα σκιάσει | θα έχω σκιάσει | να έχω σκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκιάσει | είχες σκιάσει | θα έχεις σκιάσει | να έχεις σκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκιάσει | είχε σκιάσει | θα έχει σκιάσει | να έχει σκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιάσει | είχαμε σκιάσει | θα έχουμε σκιάσει | να έχουμε σκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκιάσει | είχατε σκιάσει | θα έχετε σκιάσει | να έχετε σκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιάσει | είχαν σκιάσει | θα έχουν σκιάσει | να έχουν σκιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιάζομαι | σκιαζόμουν(α) | θα σκιάζομαι | να σκιάζομαι | ||
β' ενικ. | σκιάζεσαι | σκιαζόσουν(α) | θα σκιάζεσαι | να σκιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | σκιάζεται | σκιαζόταν(ε) | θα σκιάζεται | να σκιάζεται | ||
α' πληθ. | σκιαζόμαστε | σκιαζόμαστε σκιαζόμασταν |
θα σκιαζόμαστε | να σκιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκιάζεστε | σκιαζόσαστε σκιαζόσασταν |
θα σκιάζεστε | να σκιάζεστε | (σκιάζεστε) | |
γ' πληθ. | σκιάζονται | σκιάζονταν σκιαζόντουσαν |
θα σκιάζονται | να σκιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκιάστηκα | θα σκιαστώ | να σκιαστώ | σκιαστεί | ||
β' ενικ. | σκιάστηκες | θα σκιαστείς | να σκιαστείς | σκιάσου | ||
γ' ενικ. | σκιάστηκε | θα σκιαστεί | να σκιαστεί | |||
α' πληθ. | σκιαστήκαμε | θα σκιαστούμε | να σκιαστούμε | |||
β' πληθ. | σκιαστήκατε | θα σκιαστείτε | να σκιαστείτε | σκιαστείτε | ||
γ' πληθ. | σκιάστηκαν σκιαστήκαν(ε) |
θα σκιαστούν(ε) | να σκιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκιαστεί | είχα σκιαστεί | θα έχω σκιαστεί | να έχω σκιαστεί | σκιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκιαστεί | είχες σκιαστεί | θα έχεις σκιαστεί | να έχεις σκιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκιαστεί | είχε σκιαστεί | θα έχει σκιαστεί | να έχει σκιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιαστεί | είχαμε σκιαστεί | θα έχουμε σκιαστεί | να έχουμε σκιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκιαστεί | είχατε σκιαστεί | θα έχετε σκιαστεί | να έχετε σκιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιαστεί | είχαν σκιαστεί | θα έχουν σκιαστεί | να έχουν σκιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκιασμένος - είμαστε, είστε, είναι σκιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμμοσκιάζω
Ετυμολογία 2
επεξεργασίασκιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκιάζω (τρομάζω) < αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsca.zo/ (με συνίζηση ως δισύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκιάζω, πρτ.: έσκιαζα, αόρ.: έσκιαξα, παθ.φωνή: σκιάζομαι, π.αόρ.: σκιάχτηκα, μτχ.π.π.: σκιαγμένος
- (λαϊκότροπο) τρομάζω, φοβίζω
- ↪ Μη με σκιάζεις με ιστορίες για φαντάσματα τέτοια ώρα!
- ↪ Σκιάχτηκα μ' αυτά τα τρομερά που γίνηκαν!
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), από την 4η στροφή
- γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά
Συγγενικά
επεξεργασία- αγγελοσκιάζομαι
- άσκιαχτος
- σκιάχτρο
- σκιάξιμο
- σκιαγμένος (μετοχή)
→ και δείτε τη λέξη σκιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιάζω | έσκιαζα | θα σκιάζω | να σκιάζω | σκιάζοντας | |
β' ενικ. | σκιάζεις | έσκιαζες | θα σκιάζεις | να σκιάζεις | σκιάζε | |
γ' ενικ. | σκιάζει | έσκιαζε | θα σκιάζει | να σκιάζει | ||
α' πληθ. | σκιάζουμε | σκιάζαμε | θα σκιάζουμε | να σκιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκιάζετε | σκιάζατε | θα σκιάζετε | να σκιάζετε | σκιάζετε | |
γ' πληθ. | σκιάζουν(ε) | έσκιαζαν σκιάζαν(ε) |
θα σκιάζουν(ε) | να σκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσκιαξα | θα σκιάξω | να σκιάξω | σκιάξει | ||
β' ενικ. | έσκιαξες | θα σκιάξεις | να σκιάξεις | σκιάξε | ||
γ' ενικ. | έσκιαξε | θα σκιάξει | να σκιάξει | |||
α' πληθ. | σκιάξαμε | θα σκιάξουμε | να σκιάξουμε | |||
β' πληθ. | σκιάξατε | θα σκιάξετε | να σκιάξετε | σκιάξτε | ||
γ' πληθ. | έσκιαξαν σκιάξαν(ε) |
θα σκιάξουν(ε) | να σκιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκιάξει | είχα σκιάξει | θα έχω σκιάξει | να έχω σκιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις σκιάξει | είχες σκιάξει | θα έχεις σκιάξει | να έχεις σκιάξει | ||
γ' ενικ. | έχει σκιάξει | είχε σκιάξει | θα έχει σκιάξει | να έχει σκιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιάξει | είχαμε σκιάξει | θα έχουμε σκιάξει | να έχουμε σκιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε σκιάξει | είχατε σκιάξει | θα έχετε σκιάξει | να έχετε σκιάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιάξει | είχαν σκιάξει | θα έχουν σκιάξει | να έχουν σκιάξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιάζομαι | σκιαζόμουν(α) | θα σκιάζομαι | να σκιάζομαι | ||
β' ενικ. | σκιάζεσαι | σκιαζόσουν(α) | θα σκιάζεσαι | να σκιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | σκιάζεται | σκιαζόταν(ε) | θα σκιάζεται | να σκιάζεται | ||
α' πληθ. | σκιαζόμαστε | σκιαζόμαστε σκιαζόμασταν |
θα σκιαζόμαστε | να σκιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκιάζεστε | σκιαζόσαστε σκιαζόσασταν |
θα σκιάζεστε | να σκιάζεστε | (σκιάζεστε) | |
γ' πληθ. | σκιάζονται | σκιάζονταν σκιαζόντουσαν |
θα σκιάζονται | να σκιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκιάχτηκα | θα σκιαχτώ | να σκιαχτώ | σκιαχτεί | ||
β' ενικ. | σκιάχτηκες | θα σκιαχτείς | να σκιαχτείς | σκιάξου | ||
γ' ενικ. | σκιάχτηκε | θα σκιαχτεί | να σκιαχτεί | |||
α' πληθ. | σκιαχτήκαμε | θα σκιαχτούμε | να σκιαχτούμε | |||
β' πληθ. | σκιαχτήκατε | θα σκιαχτείτε | να σκιαχτείτε | σκιαχτείτε | ||
γ' πληθ. | σκιάχτηκαν σκιαχτήκαν(ε) |
θα σκιαχτούν(ε) | να σκιαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκιαχτεί | είχα σκιαχτεί | θα έχω σκιαχτεί | να έχω σκιαχτεί | σκιαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκιαχτεί | είχες σκιαχτεί | θα έχεις σκιαχτεί | να έχεις σκιαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκιαχτεί | είχε σκιαχτεί | θα έχει σκιαχτεί | να έχει σκιαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιαχτεί | είχαμε σκιαχτεί | θα έχουμε σκιαχτεί | να έχουμε σκιαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκιαχτεί | είχατε σκιαχτεί | θα έχετε σκιαχτεί | να έχετε σκιαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιαχτεί | είχαν σκιαχτεί | θα έχουν σκιαχτεί | να έχουν σκιαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκιαγμένος - είμαστε, είστε, είναι σκιαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκιαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκιαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκιαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκιαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκιαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκιαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σκιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)
Ρήμα 1
επεξεργασίασκιάζω, παθητική φωνή: σκιάζομαι
- κάνω σκιά, ρίχνω σκιά, σκιάζω
- επισκιάζω, εμποδίζω
- σχεδιάζω με φωτοσκιάσεις
- στην παθητική φωνή
- βρίσκομαι σε σκιερό μέρος
- είμαι σκοτεινός
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἐσκίαζε, ἔσκιαζεν (παρατατικός)
- θέλει σὲ σκιάσομεν (μέλλοντας)
- νὰ σκιάσουσιν
- σκιάστηκα (παθητικός αόριστος)
μετοχές:
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκιά
Ρήμα 2
επεξεργασίασκιάζω, παθητική φωνή: σκιάζομαι
- τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά σκιάζω
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἔσκιαζε (παρατατικός)
- ἔσκιαξε (αόριστος)
- ἐσκιάχτη, ἐσκιάχτητε, ἐσκιάστησαν, ἐσκιάσθηκαν, ἐσκιάχθησαν, σκιάστηκαν (παθητικός αόριστος)
- σκιαχτεῖ
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκιά
Πηγές
επεξεργασία- σκιάζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.229, 230-231, 232 Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκῐάζω
- ρίχνω σκιά
- (γενικότερα) επικαλύπτω, κρύβω
- (ελληνιστική σημασία) μεσοπαθητική φωνή σκιάζομαι: στη ζωγραφική, χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκιά
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σκιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.