πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκίαση οι σκιάσεις
      γενική της σκίασης* των σκιάσεων
    αιτιατική τη σκίαση τις σκιάσεις
     κλητική σκίαση σκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκίαση θηλυκό

  • η πράξη ή το αποτέλεσμα του σκιάζω, η διαδικασία δημιουργίας σκιάς

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία