επισκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισκιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκιάζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική overshadow).[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + σκιάζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.sciˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σκι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπισκιάζω, αόρ.: επισκίασα, παθ.φωνή: επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος
- αφήνω κάτι ή κάποιον σε δεύτερη θέση, κερδίζω τις εντυπώσεις ή υπερτερώ τόσο, ώστε να φαίνεται κάτι άλλο ασήμαντο σε σχέση με μένα
- ※ [με παρωχημένο τύπο αορίστου επεσκίασα Mια νέα, τεράστια έκρηξη, στο κέντρο της Bαγδάτης, επεσκίασε τον σχηματισμό 25μελούς μεταβατικής κυβέρνησης. (εφημερίδα Καθημερινή, 3 Σεπτεμβρίου 2003)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκιά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επισκιάζω | επισκίαζα | θα επισκιάζω | να επισκιάζω | επισκιάζοντας | |
β' ενικ. | επισκιάζεις | επισκίαζες | θα επισκιάζεις | να επισκιάζεις | επισκίαζε | |
γ' ενικ. | επισκιάζει | επισκίαζε | θα επισκιάζει | να επισκιάζει | ||
α' πληθ. | επισκιάζουμε | επισκιάζαμε | θα επισκιάζουμε | να επισκιάζουμε | ||
β' πληθ. | επισκιάζετε | επισκιάζατε | θα επισκιάζετε | να επισκιάζετε | επισκιάζετε | |
γ' πληθ. | επισκιάζουν(ε) | επισκίαζαν επισκιάζαν(ε) |
θα επισκιάζουν(ε) | να επισκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επισκίασα | θα επισκιάσω | να επισκιάσω | επισκιάσει | ||
β' ενικ. | επισκίασες | θα επισκιάσεις | να επισκιάσεις | επισκίασε | ||
γ' ενικ. | επισκίασε | θα επισκιάσει | να επισκιάσει | |||
α' πληθ. | επισκιάσαμε | θα επισκιάσουμε | να επισκιάσουμε | |||
β' πληθ. | επισκιάσατε | θα επισκιάσετε | να επισκιάσετε | επισκιάστε | ||
γ' πληθ. | επισκίασαν επισκιάσαν(ε) |
θα επισκιάσουν(ε) | να επισκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επισκιάσει | είχα επισκιάσει | θα έχω επισκιάσει | να έχω επισκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις επισκιάσει | είχες επισκιάσει | θα έχεις επισκιάσει | να έχεις επισκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει επισκιάσει | είχε επισκιάσει | θα έχει επισκιάσει | να έχει επισκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επισκιάσει | είχαμε επισκιάσει | θα έχουμε επισκιάσει | να έχουμε επισκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε επισκιάσει | είχατε επισκιάσει | θα έχετε επισκιάσει | να έχετε επισκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επισκιάσει | είχαν επισκιάσει | θα έχουν επισκιάσει | να έχουν επισκιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επισκιάζομαι | επισκιαζόμουν(α) | θα επισκιάζομαι | να επισκιάζομαι | ||
β' ενικ. | επισκιάζεσαι | επισκιαζόσουν(α) | θα επισκιάζεσαι | να επισκιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | επισκιάζεται | επισκιαζόταν(ε) | θα επισκιάζεται | να επισκιάζεται | ||
α' πληθ. | επισκιαζόμαστε | επισκιαζόμαστε επισκιαζόμασταν |
θα επισκιαζόμαστε | να επισκιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | επισκιάζεστε | επισκιαζόσαστε επισκιαζόσασταν |
θα επισκιάζεστε | να επισκιάζεστε | (επισκιάζεστε) | |
γ' πληθ. | επισκιάζονται | επισκιάζονταν επισκιαζόντουσαν |
θα επισκιάζονται | να επισκιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επισκιάστηκα | θα επισκιαστώ | να επισκιαστώ | επισκιαστεί | ||
β' ενικ. | επισκιάστηκες | θα επισκιαστείς | να επισκιαστείς | επισκιάσου | ||
γ' ενικ. | επισκιάστηκε | θα επισκιαστεί | να επισκιαστεί | |||
α' πληθ. | επισκιαστήκαμε | θα επισκιαστούμε | να επισκιαστούμε | |||
β' πληθ. | επισκιαστήκατε | θα επισκιαστείτε | να επισκιαστείτε | επισκιαστείτε | ||
γ' πληθ. | επισκιάστηκαν επισκιαστήκαν(ε) |
θα επισκιαστούν(ε) | να επισκιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επισκιαστεί | είχα επισκιαστεί | θα έχω επισκιαστεί | να έχω επισκιαστεί | επισκιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις επισκιαστεί | είχες επισκιαστεί | θα έχεις επισκιαστεί | να έχεις επισκιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επισκιαστεί | είχε επισκιαστεί | θα έχει επισκιαστεί | να έχει επισκιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επισκιαστεί | είχαμε επισκιαστεί | θα έχουμε επισκιαστεί | να έχουμε επισκιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επισκιαστεί | είχατε επισκιαστεί | θα έχετε επισκιαστεί | να έχετε επισκιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επισκιαστεί | είχαν επισκιαστεί | θα έχουν επισκιαστεί | να έχουν επισκιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επισκιασμένος - είμαστε, είστε, είναι επισκιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επισκιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επισκιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επισκιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επισκιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επισκιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επισκιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επισκιάζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επισκιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ επισκιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)