επισκιάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος επισκιάζω
Δείτε επίσης : ἐπισκιάζομαι |
επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος