Ουσιαστικό

επεξεργασία

dwarf (en)

dwarf (en)

  • το να φαίνεται κάτι αδιάφορο και ασήμαντο μπροστά σε κάτι άλλο
  • το να φαίνεται κάτι μικρόσωμο, μικροσκοπικό μπροστά σε κάτι άλλο
  • το να εμποδίζεις κάτι να μεγαλώσει
  • σμικρύνω

Συνώνυμα

επεξεργασία