νάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νάνος | οι | νάνοι |
γενική | του | νάνου | των | νάνων |
αιτιατική | τον | νάνο | τους | νάνους |
κλητική | νάνε | νάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νᾶνος < (ηχομιμητική λέξη)[1]
- για τη βοτανική: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nain
- για την αστρονομία: < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική dwarf star ή γαλλική nain, étoile naine[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈna.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νά‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανάνος αρσενικό
- (ιατρική) άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του
- (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο ανάξιο κι ασήμαντο στον τομέα στον οποία ανήκει
- (βοτανική) φυτό με διαστάσεις πολύ μικρότερες από το συνηθισμένο
- (ζωολογία) ζώο μικρού σώματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως πειραματόζωο
- (αστρονομία) λευκός νάνος ή άσπρος νάνος: αστέρας με σχετικά μικρό μέγεθος, αποτέλεσμα της έκρηξης αστέρα με μάζα λιγότερη από το οκταπλάσιο της μάζας του Ήλιου
- για πλανήτες, δείτε πλανήτης νάνος
- πλάσμα της φαντασίας που, υποτίθεται, ζει στα δάση, στα βουνά ή σε στοές κι έχει ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες, κυρίως, στην ξυλουργία και τη μεταλλουργία
Συγγενικά
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία νάνος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ νάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας