νᾶνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νᾶνος | οἱ | νᾶνοι |
γενική | τοῦ | νάνου | τῶν | νάνων |
δοτική | τῷ | νάνῳ | τοῖς | νάνοις |
αιτιατική | τὸν | νᾶνον | τοὺς | νάνους |
κλητική ὦ! | νᾶνε | νᾶνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νᾶνος < (ηχομιμητική λέξη)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανᾶνος, -ου αρσενικό
- νάνος, κάποιος με πολύ κοντά μέλη σε σχέση με τον κορμό του
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- νᾶνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νᾶνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.