Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νανοφυής η νανοφυής το νανοφυές
      γενική του νανοφυούς* της νανοφυούς του νανοφυούς
    αιτιατική τον νανοφυή τη νανοφυή το νανοφυές
     κλητική νανοφυή(ς) νανοφυής νανοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νανοφυείς οι νανοφυείς τα νανοφυή
      γενική των νανοφυών των νανοφυών των νανοφυών
    αιτιατική τους νανοφυείς τις νανοφυείς τα νανοφυή
     κλητική νανοφυείς νανοφυείς νανοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοφυής < αρχαία ελληνική νανοφυής < νᾶνος + φύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.no.fiˈis/

  Επίθετο επεξεργασία

νανοφυής

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία