Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νανοφυία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νανοφυί
α
οι
νανοφυί
ες
γενική
της
νανοφυί
ας
των
νανοφυι
ών
αιτιατική
τη
νανοφυί
α
τις
νανοφυί
ες
κλητική
νανοφυί
α
νανοφυί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νανοφυία
<
νανοφυής
+
-ία
<
αρχαία ελληνική
νανοφυής
<
νᾶνος
+
φύω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
na.no.fiˈi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νανοφυία
θηλυκό
το
μέγεθος
του
νανοφυούς
Συνώνυμα
επεξεργασία
νανισμός
νανοσωμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νανοφυία
→
δείτε
τη λέξη
νανισμός