πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νανισμός οι νανισμοί
      γενική του νανισμού των νανισμών
    αιτιατική τον νανισμό τους νανισμούς
     κλητική νανισμέ νανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νανισμός αρσενικό

  • (ιατρική) παθολογική κατάσταση όπου το άτομο έχει τις διαστάσεις ενός νάνου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία