Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.no.fiˈus/

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νανοφυούς αρσενικό ή ουδέτερο