Νάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νάνος | οι | Νάνοι |
γενική | του | Νάνου | των | Νάνων |
αιτιατική | τον | Νάνο | τους | Νάνους |
κλητική | Νάνο | Νάνοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νάνος < νάνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈna.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νά‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝάνος αρσενικό (θηλυκό Νάνου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Νάνος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝάνος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press