νανώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νανώδης | η | νανώδης | το | νανώδες |
γενική | του | νανώδους | της | νανώδους | του | νανώδους |
αιτιατική | τον | νανώδη | τη | νανώδη | το | νανώδες |
κλητική | νανώδη(ς) | νανώδης | νανώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νανώδεις | οι | νανώδεις | τα | νανώδη |
γενική | των | νανωδών | των | νανωδών | των | νανωδών |
αιτιατική | τους | νανώδεις | τις | νανώδεις | τα | νανώδη |
κλητική | νανώδεις | νανώδεις | νανώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νανώδης < αρχαία ελληνική νανώδης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naˈno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐νώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίανανώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) που έχει τις διαστάσεις ενός νάνου, μικρόσωμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νανώδης
→ δείτε τη λέξη μικρόσωμος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νανώδης | τὸ | νανῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νανώδους | τοῦ | νανώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νανώδει | τῷ | νανώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νανώδη | τὸ | νανῶδες | ||
κλητική ὦ! | νανῶδες | νανῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νανώδεις | τὰ | νανώδη | ||
γενική | τῶν | νανώδων | τῶν | νανώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νανώδεσῐ(ν) | τοῖς | νανώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νανώδεις | τὰ | νανώδη | ||
κλητική ὦ! | νανώδεις | νανώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νανώδει | τὼ | νανώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νανώδοιν | τοῖν | νανώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- νανώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.