νανοκεφαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νανοκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) (παρωχημένο) κατάσταση στην οποία το κεφάλι είναι μικρότερο αναλογικά από το συνηθισμένο, σχετικά με το υπόλοιπο σώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
νανοκεφαλία
|