Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοκεφαλία οι νανοκεφαλίες
      γενική της νανοκεφαλίας των νανοκεφαλιών
    αιτιατική τη νανοκεφαλία τις νανοκεφαλίες
     κλητική νανοκεφαλία νανοκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοκεφαλία < ναν(ος) + -ο- + -κεφαλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανοκεφαλία θηλυκό

  • (βιολογία) (παρωχημένο) κατάσταση στην οποία το κεφάλι είναι μικρότερο αναλογικά από το συνηθισμένο, σχετικά με το υπόλοιπο σώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία