πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλουργία οι μεταλλουργίες
      γενική της μεταλλουργίας των μεταλλουργιών
    αιτιατική τη μεταλλουργία τις μεταλλουργίες
     κλητική μεταλλουργία μεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.luɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταλλουργία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλουργία θηλυκό

  1. (μεταλλουργία) o τεχνικός και οικονομικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή και κατεργασία καθαρών μετάλλων και κραμάτων.
  2. βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα που επεξεργάζεται το μέταλλο και παράγει μεταλλικά αντικείμενα (βλ. μεταλλοτεχνείο, μεταλλοτεχνία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία