Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάσμα τα πλάσματα
      γενική του πλάσματος των πλασμάτων
    αιτιατική το πλάσμα τα πλάσματα
     κλητική πλάσμα πλάσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πλάσμα αίματος
 
Κοπή μετάλλου με πλάσμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάσμα < αρχαία ελληνική πλάσμα < πλάσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpla.zma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάσμα ουδέτερο

  1. ον, ζωντανός οργανισμός
  2. δημιούργημα
    πλάσμα της φαντασίας
  3. πολύ όμορφη γυναίκα
  4. (φυσική) κατάσταση της ύλης
  5. ιονιμένα ή καιόμενα αέρια
  6. υποκίτρινο υγρό αίματος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία