εκτόπλασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ectoplasme < αρχαία ελληνική ἐκτός + πλάσμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτόπλασμα ουδέτερο
- (βιολογία): το εξωτερικό στρώμα του κυτοπλάσματος ενός κυττάρου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτόπλασμα
|