ενικός         πληθυντικός  
ectoplasme ectoplasmes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ectoplasme (fr) αρσενικό

  1. το εκτόπλασμα
  2. (μεταφορικά) αφανής, σβησμένος άνθρωπος