πλασμώδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλασμώδιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- πλασμωδιακός
- → δείτε τις λέξεις πλάσμα και πλάθω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλασμώδιο
είναι μονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισμός
- ↑ πλασμώδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 πλασμώδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)