Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλασμωδιακός η πλασμωδιακή το πλασμωδιακό
      γενική του πλασμωδιακού της πλασμωδιακής του πλασμωδιακού
    αιτιατική τον πλασμωδιακό την πλασμωδιακή το πλασμωδιακό
     κλητική πλασμωδιακέ πλασμωδιακή πλασμωδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλασμωδιακοί οι πλασμωδιακές τα πλασμωδιακά
      γενική των πλασμωδιακών των πλασμωδιακών των πλασμωδιακών
    αιτιατική τους πλασμωδιακούς τις πλασμωδιακές τα πλασμωδιακά
     κλητική πλασμωδιακοί πλασμωδιακές πλασμωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλασμωδιακός < πλασμώδιο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plasmodial)

  Επίθετο επεξεργασία

πλασμωδιακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία