Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλασμωδιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλασμωδιακ
ός
η
πλασμωδιακ
ή
το
πλασμωδιακ
ό
γενική
του
πλασμωδιακ
ού
της
πλασμωδιακ
ής
του
πλασμωδιακ
ού
αιτιατική
τον
πλασμωδιακ
ό
την
πλασμωδιακ
ή
το
πλασμωδιακ
ό
κλητική
πλασμωδιακ
έ
πλασμωδιακ
ή
πλασμωδιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλασμωδιακ
οί
οι
πλασμωδιακ
ές
τα
πλασμωδιακ
ά
γενική
των
πλασμωδιακ
ών
των
πλασμωδιακ
ών
των
πλασμωδιακ
ών
αιτιατική
τους
πλασμωδιακ
ούς
τις
πλασμωδιακ
ές
τα
πλασμωδιακ
ά
κλητική
πλασμωδιακ
οί
πλασμωδιακ
ές
πλασμωδιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλασμωδιακός
<
πλασμώδιο
+
-ακός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
plasmodial
)
Επίθετο
επεξεργασία
πλασμωδιακός
που έχει
σχέση
με το
πλασμώδιο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλασμωδιακός
αγγλικά
:
plasmodial
(en)