δάσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δάσος | τα | δάση |
γενική | του | δάσους | των | δασών |
αιτιατική | το | δάσος | τα | δάση |
κλητική | δάσος | δάση | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- δάσος < αρχαία ελληνική δάσος < δασύς
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δάσος ουδέτερο
- ένα πυκνό σύνολο δέντρων που καλύπτει μια σχετικά μεγάλη έκταση.
- (μεταφορικά) ένα πυκνό σύνολο από ομοειδή αντικείμενα
- ένα δάσος από κίονες, ένα δάσος από ανεμογεννήτριες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δάσος