αναδασώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναδασώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααναδασώνω, πρτ.: αναδάσωνα, στ.μέλλ.: θα αναδασώσω, αόρ.: αναδάσωσα, παθ.φωνή: αναδασώνομαι, μτχ.π.π.: αναδασωμένος
- καλύπτω εκ νέου μια περιοχή με δάσος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναδασώνω | αναδάσωνα | θα αναδασώνω | να αναδασώνω | αναδασώνοντας | |
β' ενικ. | αναδασώνεις | αναδάσωνες | θα αναδασώνεις | να αναδασώνεις | αναδάσωνε | |
γ' ενικ. | αναδασώνει | αναδάσωνε | θα αναδασώνει | να αναδασώνει | ||
α' πληθ. | αναδασώνουμε | αναδασώναμε | θα αναδασώνουμε | να αναδασώνουμε | ||
β' πληθ. | αναδασώνετε | αναδασώνατε | θα αναδασώνετε | να αναδασώνετε | αναδασώνετε | |
γ' πληθ. | αναδασώνουν(ε) | αναδάσωναν αναδασώναν(ε) |
θα αναδασώνουν(ε) | να αναδασώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναδάσωσα | θα αναδασώσω | να αναδασώσω | αναδασώσει | ||
β' ενικ. | αναδάσωσες | θα αναδασώσεις | να αναδασώσεις | αναδάσωσε | ||
γ' ενικ. | αναδάσωσε | θα αναδασώσει | να αναδασώσει | |||
α' πληθ. | αναδασώσαμε | θα αναδασώσουμε | να αναδασώσουμε | |||
β' πληθ. | αναδασώσατε | θα αναδασώσετε | να αναδασώσετε | αναδασώστε | ||
γ' πληθ. | αναδάσωσαν αναδασώσαν(ε) |
θα αναδασώσουν(ε) | να αναδασώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναδασώσει | είχα αναδασώσει | θα έχω αναδασώσει | να έχω αναδασώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναδασώσει | είχες αναδασώσει | θα έχεις αναδασώσει | να έχεις αναδασώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναδασώσει | είχε αναδασώσει | θα έχει αναδασώσει | να έχει αναδασώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναδασώσει | είχαμε αναδασώσει | θα έχουμε αναδασώσει | να έχουμε αναδασώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναδασώσει | είχατε αναδασώσει | θα έχετε αναδασώσει | να έχετε αναδασώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναδασώσει | είχαν αναδασώσει | θα έχουν αναδασώσει | να έχουν αναδασώσει |
|