Ετυμολογία

επεξεργασία
αναδασώνω < λείπει η ετυμολογία

αναδασώνω, πρτ.: αναδάσωνα, στ.μέλλ.: θα αναδασώσω, αόρ.: αναδάσωσα, παθ.φωνή: αναδασώνομαι, μτχ.π.π.: αναδασωμένος

  • καλύπτω εκ νέου μια περιοχή με δάσος


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία