Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδασώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αναδασώνω, πρτ.: αναδάσωνα, στ.μέλλ.: θα αναδασώσω, αόρ.: αναδάσωσα, παθ.φωνή: αναδασώνομαι, μτχ.π.π.: αναδασωμένος

  • καλύπτω εκ νέου μια περιοχή με δάσος


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία