↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδασωμένος η αναδασωμένη το αναδασωμένο
      γενική του αναδασωμένου της αναδασωμένης του αναδασωμένου
    αιτιατική τον αναδασωμένο την αναδασωμένη το αναδασωμένο
     κλητική αναδασωμένε αναδασωμένη αναδασωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδασωμένοι οι αναδασωμένες τα αναδασωμένα
      γενική των αναδασωμένων των αναδασωμένων των αναδασωμένων
    αιτιατική τους αναδασωμένους τις αναδασωμένες τα αναδασωμένα
     κλητική αναδασωμένοι αναδασωμένες αναδασωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναδασωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναδασώνω

αναδασωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία