Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναδασωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναδασωμέν
ος
η
αναδασωμέν
η
το
αναδασωμέν
ο
γενική
του
αναδασωμέν
ου
της
αναδασωμέν
ης
του
αναδασωμέν
ου
αιτιατική
τον
αναδασωμέν
ο
την
αναδασωμέν
η
το
αναδασωμέν
ο
κλητική
αναδασωμέν
ε
αναδασωμέν
η
αναδασωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναδασωμέν
οι
οι
αναδασωμέν
ες
τα
αναδασωμέν
α
γενική
των
αναδασωμέν
ων
των
αναδασωμέν
ων
των
αναδασωμέν
ων
αιτιατική
τους
αναδασωμέν
ους
τις
αναδασωμέν
ες
τα
αναδασωμέν
α
κλητική
αναδασωμέν
οι
αναδασωμέν
ες
αναδασωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναδασωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναδασώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αναδασωμένος, -η, -ο
που έχει
αναδασωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναδασωμένος
γαλλικά
:
reboisé
(fr)