Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδάσωση οι αναδασώσεις
      γενική της αναδάσωσης* των αναδασώσεων
    αιτιατική την αναδάσωση τις αναδασώσεις
     κλητική αναδάσωση αναδασώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδασώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδάσωση < αναδασώνω + -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reboisement[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈða.so.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐δά‐σω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναδάσωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία