αναδάσωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδάσωση | οι | αναδασώσεις |
γενική | της | αναδάσωσης* | των | αναδασώσεων |
αιτιατική | την | αναδάσωση | τις | αναδασώσεις |
κλητική | αναδάσωση | αναδασώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδασώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναδάσωση < αναδασώνω + -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reboisement[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈða.so.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐δά‐σω‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναδάσωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναδασώνω
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναδάσωση
Επεξεργασία
- ↑ «αναδάσωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.