Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοπυρόσβεση οι δασοπυροσβέσεις
      γενική της δασοπυρόσβεσης* των δασοπυροσβέσεων
    αιτιατική τη δασοπυρόσβεση τις δασοπυροσβέσεις
     κλητική δασοπυρόσβεση δασοπυροσβέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασοπυροσβέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ελικόπτερο σε υπηρεσία δασοπυρόσβεσης

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοπυρόσβεση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασοπυρόσβεση θηλυκό

  1. ενέργεια σβέσης φωτιάς που λαμβάνει χώρα σε δασική έκταση
  2. υπηρεσία κατάσβεσης φωτιάς σε δασότοπους και δρυμούς

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία