πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λόχμη οι λόχμες
      γενική της λόχμης των λοχμών
    αιτιατική τη λόχμη τις λόχμες
     κλητική λόχμη λόχμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λόχμη θηλυκό

  • δασοτόπι με πυκνή βλάστηση θάμνων, κατάλληλο για κρύπτη (αγριμιών)
      (καθαρεύουσα) Ἦσαν ὁ Στάθης κι ὁ Λευθέρης τῆς Κρατήρας, δίδυμα ἑπτὰ ἐτῶν, κι ὁ Γιώργης κι ἡ Μαλάμω τοῦ Καρυοφύλλη, ἑπτὰ καὶ ἓξ ἐτῶν, κι ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου, ὀκταέτης, καὶ ὁ Χαράλαμπος καὶ τὸ Τσιτσὼ τοῦ Καλλιμάνη, ἓξ καὶ πέντε ἐτῶν, ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ῥύακος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ' αερικό στο δέντρο, 1907)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λόχμη αἱ λόχμαι
      γενική τῆς λόχμης τῶν λοχμῶν
      δοτική τῇ λόχμ ταῖς λόχμαις
& λόχμαισι(ν)
    αιτιατική τὴν λόχμην τὰς λόχμᾱς
     κλητική ! λόχμη λόχμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λόχμ
γεν-δοτ τοῖν  λόχμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λόχμη, ήδη ομηρικό < θέμα λοχ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο λέχομαι (πλαγιάζω, ξαπλώνω και κοιμάμαι) και στο λέχος + -μη [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λόχμη θηλυκό

  1. λόχμη
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 439
    ἔνθα δ’ ἄρ’ ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς.
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 30 (10.28-10.30)
    πέφνε δ’ Εὔρυτον, ὡς Αὐγέαν λάτριον / ἀέκονθ’ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον / πράσσοιτο, λόχμαισι δὲ δοκεύσαις ὑπὸ Κλεωνᾶν
    κι όταν εσκότωσε τον Εύρυτο, για ν᾽ αναγκάσει τον αυθάδη Αυγεία, / να του πληρώσει θέλοντας και μη για τη δουλειά του τον μισθό· μέσα στις λόχμες έστησε καρτέρι . κοντά στις Κλεωνές
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr
      μασχάλαι λόχμης δασύτεραι (Αριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι Ar. Ec.61)
  2. (συνεκδοχικά) φωλιά άγριων θηρίων

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.