τάιγκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάιγκα | οι | τάιγκες |
γενική | της | τάιγκας | — | |
αιτιατική | την | τάιγκα | τις | τάιγκες |
κλητική | τάιγκα | τάιγκες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάιγκα θηλυκό
- (γεωγραφία) μεγαοικοσύστημα που αποτελείται από δάση κωνοφόρων στο βόρειο ημισφαίριο της γης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τάιγκα στη Βικιπαίδεια