πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημισφαίριο τα ημισφαίρια
      γενική του ημισφαιρίου
& ημισφαίριου
των ημισφαιρίων
    αιτιατική το ημισφαίριο τα ημισφαίρια
     κλητική ημισφαίριο ημισφαίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ημισφαίριο

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.miˈsfe.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημισφαίριο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημισφαίριο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) το μισό μέρος μιας σφαίρας
  2. (γεωγραφία) το κάθε ένα από τα δύο μισά της σφαίρας της Γης
    Βόρειο / Νότιο ημισφαίριο
  3. (ανατομία) το καθένα από τα δύο μέρη του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ημισφαίριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.