Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμονοδάσος τα λεμονοδάση
      γενική του λεμονοδάσους των λεμονοδασών
    αιτιατική το λεμονοδάσος τα λεμονοδάση
     κλητική λεμονοδάσος λεμονοδάση
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεμονοδάσος < λεμόνι + -ο- + δάσος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεμονοδάσος ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία