λεμονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεμονιά | οι | λεμονιές |
γενική | της | λεμονιάς | των | λεμονιών |
αιτιατική | τη | λεμονιά | τις | λεμονιές |
κλητική | λεμονιά | λεμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεμονιά θηλυκό
- (δέντρο) αειθαλές οπωροφόρο δέντρο (λατινικό όνομα Citrus limon) με ελλειψοειδή φύλλα και άνθη με άσπρα πέταλα, το οποίο κατάγεται από την Ασία και παράγει τον καρπό λεμόνι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λεμόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεμονιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεμονιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λεμονής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λεμονής