Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουναλάκι τα βουναλάκια
      γενική
    αιτιατική το βουναλάκι τα βουναλάκια
     κλητική βουναλάκι βουναλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουναλάκι < βουν(ό) + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vu.naˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐να‐λά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουναλάκι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βουνό