βουναλάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουναλάκι | τα | βουναλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βουναλάκι | τα | βουναλάκια |
κλητική | βουναλάκι | βουναλάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βουναλάκι < βουνό + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βουναλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βουνό