Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του βουνόν
  2. (χαϊδευτικό) βουνό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία