Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουνόν < βουνός (αρσενικό) στην αιτιατική τόν βουνόν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βουνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουνόν ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
βουν- 

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βουνόν αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βουνόν αρσενικό