βουνόν
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουνόν < βουνός (αρσενικό) στην αιτιατική τόν βουνόν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βουνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουνόν ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βουν-
βουν-
- ἀκρόβουνον
- ἀναβουνάδιν
- ἀναβουνάριν
- βουνάκι
- βουνάριν, βουνάρι
- βουνάριον
- βουνάτσος
- βουνήσιος
- βουνιαῖος
- βουνίον, βουνί(ν)
- βουνισμός
- βουνίτσι(ν)
- βουνοαναθρεμμένος
- βουνόθρεπτος
- βουνόπλαγον
- βουνόπουλον
- βουνοτόπιν
- βουνοτύμβη
- Μαραθοβουνιώτης
- μεσοβούνιον
- ὀρεινοπετροβούνιν
- παραβούνιν παραβούνι
- παράβουνον
- πετροβούνιν
- πετρόβουνον
- ποδόβουνον
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβουνόν αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- βουνόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βουνόν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβουνόν αρσενικό