Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουνί < βουνό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουνί ουδέτερο

  • το βουνό (δείτε αυτή τη λέξη)