Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασοφύλακας οι δασοφύλακες
      γενική του δασοφύλακα των δασοφυλάκων
    αιτιατική τον δασοφύλακα τους δασοφύλακες
     κλητική δασοφύλακα δασοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοφύλακας < δάσ(ος) + -ο- + -φύλακας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική guarde forestier[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασοφύλακας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία