δασώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδασώνω, πρτ.: δάσωνα, στ.μέλλ.: θα δασώσω, αόρ.: δάσωσα, παθ.φωνή: δασώνομαι, μτχ.π.π.: δασωμένος
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δασώνω | δάσωνα | θα δασώνω | να δασώνω | δασώνοντας | |
β' ενικ. | δασώνεις | δάσωνες | θα δασώνεις | να δασώνεις | δάσωνε | |
γ' ενικ. | δασώνει | δάσωνε | θα δασώνει | να δασώνει | ||
α' πληθ. | δασώνουμε | δασώναμε | θα δασώνουμε | να δασώνουμε | ||
β' πληθ. | δασώνετε | δασώνατε | θα δασώνετε | να δασώνετε | δασώνετε | |
γ' πληθ. | δασώνουν(ε) | δάσωναν δασώναν(ε) |
θα δασώνουν(ε) | να δασώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάσωσα | θα δασώσω | να δασώσω | δασώσει | ||
β' ενικ. | δάσωσες | θα δασώσεις | να δασώσεις | δάσωσε | ||
γ' ενικ. | δάσωσε | θα δασώσει | να δασώσει | |||
α' πληθ. | δασώσαμε | θα δασώσουμε | να δασώσουμε | |||
β' πληθ. | δασώσατε | θα δασώσετε | να δασώσετε | δασώστε | ||
γ' πληθ. | δάσωσαν δασώσαν(ε) |
θα δασώσουν(ε) | να δασώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δασώσει | είχα δασώσει | θα έχω δασώσει | να έχω δασώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δασώσει | είχες δασώσει | θα έχεις δασώσει | να έχεις δασώσει | ||
γ' ενικ. | έχει δασώσει | είχε δασώσει | θα έχει δασώσει | να έχει δασώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δασώσει | είχαμε δασώσει | θα έχουμε δασώσει | να έχουμε δασώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δασώσει | είχατε δασώσει | θα έχετε δασώσει | να έχετε δασώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δασώσει | είχαν δασώσει | θα έχουν δασώσει | να έχουν δασώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασώνω
|