Ετυμολογία

επεξεργασία
δασώνω <δάσος + -ώνω

δασώνω, πρτ.: δάσωνα, στ.μέλλ.: θα δασώσω, αόρ.: δάσωσα, παθ.φωνή: δασώνομαι, μτχ.π.π.: δασωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία