δασωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
δασωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δασώνω
Μετοχή επεξεργασία
δασωμένος, -η, -ο
- καλυμμένος με δάσος
δασωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δασώνω
δασωμένος, -η, -ο