Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουμάνι τα ρουμάνια
      γενική του ρουμανιού των ρουμανιών
    αιτιατική το ρουμάνι τα ρουμάνια
     κλητική ρουμάνι ρουμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουμάνι < τουρκική orman + (δάσος) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾuˈma.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐μά‐νι
ομόηχο: Ρουμάνοι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρουμάνι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία