ορμάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορμάνι | τα | ορμάνια |
γενική | του | ορμανιού | των | ορμανιών |
αιτιατική | το | ορμάνι | τα | ορμάνια |
κλητική | ορμάνι | ορμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορμάνι < τουρκική orman < πρωτοτουρκική *orman
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορμάνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) πολύ πυκνό δάσος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορμάνι
|