Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοφυτεία οι δασοφυτείες
      γενική της δασοφυτείας των δασοφυτειών
    αιτιατική τη δασοφυτεία τις δασοφυτείες
     κλητική δασοφυτεία δασοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοφυτεία < δάσος + -ο- + φυτεία
(μαρτυρείται από το 1860)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασοφυτεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. *· κι όχι από το 1891, όπως αναφέρεται αλλού