Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δασοφυτεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δασοφυτεί
α
οι
δασοφυτεί
ες
γενική
της
δασοφυτεί
ας
των
δασοφυτει
ών
αιτιατική
τη
δασοφυτεί
α
τις
δασοφυτεί
ες
κλητική
δασοφυτεί
α
δασοφυτεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δασοφυτεία
<
δάσος
+
-ο-
+
φυτεία
(
μαρτυρείται από το 1860
)
[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δασοφυτεία
θηλυκό
φυτεία
διαφόρων δέντρων που θα γίνει
δάσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασοφυτεία
↑
*
· κι όχι από το 1891, όπως αναφέρεται
αλλού