δασοκτήμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδασοκτήμονας αρσενικό
- (νεολογισμός) ο ιδιοκτήτης δάσους
- Παράλληλα προτείνεται επαναφορά του θεσμού των ιδιωτικών δασοφυλάκων, οι οποίοι προσλαμβάνονταν από τους δασοκτήμονες για τα περίπου 6.000 ιδιωτικά δάση συνολικής έκτασης 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασοκτήμονας
|