δασάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δασάκι | τα | δασάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δασάκι | τα | δασάκια |
κλητική | δασάκι | δασάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασάκι < δάσος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασάκι ουδέτερο
- μικρό δάσος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δάσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασάκι
|