δασύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈsis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σύς
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δασύς | η | δασιά & δασεία |
το | δασύ |
γενική | του | δασιού, δασύ & δασέος |
της | δασιάς & δασείας |
του | δασιού, δασύ & δασέος |
αιτιατική | τον | δασύ | τη | δασιά & δασεία |
το | δασύ |
κλητική | δασύ | δασιά & δασεία |
δασύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δασιοί & δασείς |
οι | δασιές & δασείες |
τα | δασιά & δασέα |
γενική | των | δασιών & δασέων |
των | δασιών & δασειών |
των | δασιών & δασέων |
αιτιατική | τους | δασιούς & δασείς |
τις | δασιές & δασείες |
τα | δασιά & δασέα |
κλητική | δασιοί & δασείς |
δασιές & δασείες |
δασιά & δασέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- δασύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
Επίθετο
επεξεργασίαδασύς, -ιά, -ύ
- πυκνός (για τρίχωμα ή φύλλωμα)
- ↪ στα δασιά πλατάνια
- ※ Τον θυμόταν ψηλό και παχύ, με κόκκινα μάγουλα και με δασιά φρύδια και μουστάκι γυρισμένο προς τα πάνω. (Φάνης Μούλιος, Η γάτα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δάσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυκνός
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δασύς | η | δασεία | το | δασύ |
γενική | του | δασύ & δασέος |
της | δασείας | του | δασέος |
αιτιατική | τον | δασύ | τη | δασεία | το | δασύ |
κλητική | δασύ | δασεία | δασύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δασείς | οι | δασείες | τα | δασέα |
γενική | των | δασέων | των | δασειών | των | δασέων |
αιτιατική | τους | δασείς | τις | δασείες | τα | δασέα |
κλητική | δασείς | δασείες | δασέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- δασύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δασύς[1]
Επίθετο
επεξεργασίαδασύς, -εία, -ύ
- (γραμματική, φωνητική) που προφέρεται με εκπνοή αέρα
- ↪ τα σύμφωνα θ, δ και χ στα αρχαία ελληνικά ήταν δασέα
- ↪ δασύς ήχος, δασεία προφορά
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη η δασεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δασύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
Επίθετο
επεξεργασίαδασύς
- ο πυκνός, τραχύς, θαμνώδης, τριχωτός, δασύτριχος
Συγγενικά
επεξεργασία- δασύτης-ητος , η τραχύτητα, το δασύτριχο
- δάσος
- δασύνω (γίνομαι τριχωτός, αποκτώ τρίχωμα, αλλά και κάνω κάτι τραχύ)
Σύνθετα
επεξεργασία- δάσος (πυκνή συστάδα δέντρων, δριμός)
- δασύθριξ δασύτριχος, πολύ τριχωτός
- δασύμαλλος
- δασυπώγων (με πυκνή γενειάδα)
- δασύστερνος (με τριχωτό, μαλιαρό στέρνο)
- δασύπους (για ζώα, όπως ο λαγός)
Πηγές
επεξεργασία- δασύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δασύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.