δασύς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaˈsis/
- συλλαβισμός : δα‐σύς
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- δασύς < αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δασύς, -ιά, -ύ
Επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυκνός
|
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- δασύς < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική δασύς[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δασύς, -εία, -ύ
- (γραμματική) που προφέρεται με εκπνοή αέρα
- τα σύμφωνα θ, δ και χ στα Αρχαία Ελληνικά ήταν δασέα.
- δασύς ήχος, δασεία προφορά.
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη η δασεία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «δασύς» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δασύς
- ο πυκνός, τραχύς, θαμνώδης, τριχωτός, δασύτριχος
Επεξεργασία
- δασύτης-ητος , η τραχύτητα, το δασύτριχο
- δάσος
- δασύνω (γίνομαι τριχωτός, αποκτώ τρίχωμα, αλλά και κάνω κάτι τραχύ)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- δάσος (πυκνή συστάδα δέντρων, δριμός)
- δασύθριξ δασύτριχος, πολύ τριχωτός
- δασύμαλλος
- δασυπώγων (με πυκνή γενειάδα)
- δασύστερνος (με τριχωτό, μαλιαρό στέρνο)
- δασύπους (για ζώα, όπως ο λαγός)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δασύς στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «δασύς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.