Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασύς η δασιά
& δασεία
το δασύ
      γενική του δασιού, δασύ
& δασέος
της δασιάς
& δασείας
του δασιού, δασύ
& δασέος
    αιτιατική τον δασύ τη δασιά
& δασεία
το δασύ
     κλητική δασύ δασιά
& δασεία
δασύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασιοί
& δασείς
οι δασιές
& δασείες
τα δασιά
& δασέα
      γενική των δασιών
& δασέων
των δασιών
& δασειών
των δασιών
& δασέων
    αιτιατική τους δασιούς
& δασείς
τις δασιές
& δασείες
τα δασιά
& δασέα
     κλητική δασιοί
& δασείς
δασιές
& δασείες
δασιά
& δασέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
δασύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)

δασύς, -ιά, -ύ

  • πυκνός (για τρίχωμα ή φύλλωμα)
      στα δασιά πλατάνια
      Τον θυμόταν ψηλό και παχύ, με κόκκινα μάγουλα και με δασιά φρύδια και μουστάκι γυρισμένο προς τα πάνω. (Φάνης Μούλιος, Η γάτα)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη δάσος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

δασύς, -εία, -ύ

  1. (γραμματική, φωνητική) που προφέρεται με εκπνοή αέρα
      τα σύμφωνα θ, δ και χ στα αρχαία ελληνικά ήταν δασέα
      δασύς ήχος, δασεία προφορά
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη  η δασεία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

δασύς

Συγγενικά

επεξεργασία