δασύπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δασύπους | οι | δασύποδες |
γενική | του | δασύποδος | των | δασυπόδων |
αιτιατική | τον | δασύποδα | τους | δασύποδες |
κλητική | δασύπους | δασύποδες | ||
Λόγια κλίση. Δείτε και «ο δασύποδας» | ||||
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδασύπους αρσενικό
- (ζωολογία) ο αρμαδίλλος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασύπους
→ δείτε τη λέξη αρμαδίλλος |