Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αρμαδίλλος

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμαδίλλος < (άμεσο δάνειο) ισπανική armadillo < υποκοριστικό του armado (θωρακισμένος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμαδίλλος αρσενικό και αρμαδίλος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία